- φρόχειλο
- τοτο χείλος του πηγαδιού, το περιστόμιό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρόχειλο — το, Ν το χείλος, το στηθαίο φρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ + χείλος, μέσω ενός τ. *φρεώχειλο] … Dictionary of Greek
περιστομίς — ίδος, ἡ, Α 1. είδος ξύλινου οργάνου με το οποίο δοκίμαζαν το πάχος τών τόννων 2. σιδερένιος σφιγκτήρας γύρω από ένα στόμιο για συγκράτησή του, μέγγενη 3. φρ. «περιστομὶς φρέατος» στηθαίο πηγαδιού, φρόχειλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στόμα + κατάλ.… … Dictionary of Greek
φρεάτιο — το / φρεάτιον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρήτιον Α [φρέαρ, ατος] υποκορ. μικρό πηγάδι, πηγαδάκι νεοελλ. 1. τεχνητή κάθετη δίοδος, όμοια με φρέαρ, που οδηγεί σε υπονόμους ή σε δίκτυο ύδρευσης ή υπόγειων ηλεκτρικών καλωδιώσεων, κν. φοντανέλα 2. ναυτ. α)… … Dictionary of Greek